Σπηλιές

Σπηλιές
Πεδινός οικισμός (21 κάτ., υψόμ. 100 μ.), στην επαρχία Καρυστίας του νομού Εύβοιας. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Κήπων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κατοίκια — Κάθε φυσικό καταφύγιο ή τεχνητό κτίσμα, όπου διαμένει ο άνθρωπος μόνιμα ή προσωρινά. Οι τύποι κ. διαφέρουν ανάλογα με τη γεωγραφική περιοχή και τις ιστορικές περιόδους και εξαρτώνται από πολυάριθμους παράγοντες, σπουδαιότεροι από τους οποίους… …   Dictionary of Greek

  • κατοικία — Κάθε φυσικό καταφύγιο ή τεχνητό κτίσμα, όπου διαμένει ο άνθρωπος μόνιμα ή προσωρινά. Οι τύποι κ. διαφέρουν ανάλογα με τη γεωγραφική περιοχή και τις ιστορικές περιόδους και εξαρτώνται από πολυάριθμους παράγοντες, σπουδαιότεροι από τους οποίους… …   Dictionary of Greek

  • Σλοβενία — Κράτος της Κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Β με την Αυστρία, στα ΒΑ με την Ουγγαρία, στα Δ με την Ιταλία, και στα Ν ΝΔ με την Κροατία.Η Σλοβενία είναι μια χώρα λίγο μικρότερη σε έκταση από την Πελοπόννησο. Βρίσκεται στο βόρειο άκρο της… …   Dictionary of Greek

  • Αυστραλία — Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό και τον Ειρηνικό ωκεανό, που περιλαμβάνει την ομώνυμη μεγάλη νήσο του νότιου Ειρηνικού (λόγω του μεγέθους θεωρείται ηπειρωτικό έδαφος), την Τασμανία και άλλα νησιά.Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό… …   Dictionary of Greek

  • Νύμφες — I Αρχαίες ελληνικές θεότητες των φυσικών δυνάμεων, που κατοικούσαν στα δάση και στις σπηλιές, πλάι σε πηγές, χείμαρρους και ποταμούς ή και σε μοναχικά νησιά, όπως η Καλυψώ και η Κίρκη. Οι Ν. των δασών, των λόφων, των λιβαδιών και των πηγών –που ο …   Dictionary of Greek

  • κητώεις — κητώεις, εσσα, εν (Α) 1. (ομηρικό επίθ. τής Λακεδαίμονος) ο γεμάτος κοιλότητες, χαράδρες, σπηλιές («οἵ δ εἶχον κοίλην Λακεδαίμονα κητώεσσαν», Ομ. Ιλ.) 2. (για τον Δούρειο Ίππο) σπηλαιώδης, κοίλος, κούφιος 3. πελώριος, τεράστιος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης …   Dictionary of Greek

  • κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου …   Dictionary of Greek

  • Αθήνα — Πρωτεύουσα της Ελλάδας, από τις 18 Σεπτεμβρίου 1834, και του νομού Αττικής, το μεγαλύτερο πνευματικό, βιομηχανικό και οικονομικόεπιχειρησιακό κέντρο της χώρας. Βρίσκεται σε Β πλάτος 37° 58’ 20,1’’ και μήκος 23° 42’ 58,815’’ Α του Γκρίνουιτς. Στην …   Dictionary of Greek

  • Βενεζουέλα — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Στα Β βρέχεται από την Καραϊβική θάλασσα και από τον Ατλαντικό ωκεανό, Δ συνορεύει με την Κολομβία, Ν με τη Βραζιλία και Α με τη Γουιάνα.Η Β. έχει καλά καθορισμένα σύνορα. Μόνο τα σύνορα με τη Γουιάνα αμφισβητούνται από …   Dictionary of Greek

  • Γιβραλτάρ — I Έκταση: 6,5 τ. χλμ. Πληθυσμός: 27.714 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: ΓιβραλτάρΠεριοχή στην άκρη της νοτιοδυτικής Ευρώπης, που τελεί σε καθεστώς αποικίας της Μεγάλης Βρετανίας. Η συνολική έκτασή του είναι 6,5 τ. χλμ. και ο πληθυσμός 27.714 κάτ. (2002)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”